ποσιδεσμος

ποσιδεσμος
    ποσίδεσμος
    ποσί-δεσμος
    ὅ связывающий ноги (вымышленное слово, от которого якобы происходит имя Ποσειδῶν) Plat. Γςατωμ. 402 е

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ποσιδεσμος" в других словарях:

  • ποσίδεσμος — foot shackler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσίδεσμος — ὁ, Α ο ποδόδεσμος, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί τού πούς + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • ποσίδεσμον — ποσίδεσμος foot shackler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»